Η γειτονιά μου

Ένα από τα αγαπημένα θέματα εκθέσεων για παιδιά δημοτικού εκείνη την εποχή της μεταπολεμικής Ελλάδας. Και τι να γράψεις για τη γειτονιά σου. Θα πρέπει να ζήσεις τους ανθρώπους που σε περιτριγυρίζουν και αναπνέουν μαζί σου τον ίδιο αέρα. Ακούς τα γέλια τους, τους καυγάδες τους, τα τραγούδια τους, τα κλάματα. Ζεις κι εσύ μαζί μ΄αυτούς σχεδόν τα ίδια πράγματα. Όσο χοντρά κι αν είναι τα τείχη τα μυστικά ξεγλιστρούν από τις χαραμάδες για να πουν τον πόνο στον διπλανό τους, στον γείτονα.
Πόλη των Σερρών. Μια μεταπολεμική γειτονιά της φτώχειας χωρίς πολυκατοικίες και απαστράπτουσα κοινωνική διαφορά. Χαμίνια του δρόμου. Ένα τσούρμο με αρχηγό και υπαρχηγό. Πότε σχολείο και πότε ακριδολαίλαπα σε φρουτόδεντρα και αμυγδαλιές, το αγαπημένο μας.
Σπίτια με αυλές και τραβηγμένα σχοινιά με πλυμένα ρούχα και σεντόνια. Το βράδυ κάποιος αμανές να γλυκαίνει τους ακουστικούς κοχλίες και τις ζεστές μέρες κάτω από την πυρακτωμένη ομπρέλα των σαράντα βαθμών ο κοκκινομούρης με λίγα μαλλιά και κρεμαστό μουστάκι να χτυπάει τους καλτσάδες απ’ τα άρβυλά του φωνάζοντας “ο Μποζάς! Δροσερή μπόζα”. Γλυκόξινο, δροσερό εκείνο έτρεχε στο λάρυγγα σε μια προσπάθεια να μετριαστεί η ζέστη. Θα ακολουθούσαν ο γιαουρτσής, ο πατατάς, ο παλιατζής και ότι άλλο πουλιόταν.
Χωνευτήρι ανθρώπων η γειτονιά των αγγέλων, όπως την αποκαλούσα. Ντόπιοι, χωριάτες, Μικρασιάτες, Βλάχοι… όλοι Έλληνες! Γνωρίζονταν όλοι μεταξύ τους μέχρι τα νύχια των ποδιών. Ανοιχτά βιβλία οι ζωές τους και όλοι μέλη μιας οικογένειας, αυτή της γειτονιάς. Η Τρίτη από Κουλά μεριά χαράδρα των Σερρών με την Τούρκικη ονομασία Ιμαρέτ! Ποτέ μου δεν έμαθα το Ελληνικό της όνομα. Εκεί γεννήθηκα, εκεί έζησα τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής μου, ύστερα… Ύστερα ο πατέρας μου έτυχε ένα εργατικό σπίτι στα περίχωρα κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό. Μετακομίσαμε εκεί σε μια νέα γειτονιά με πρότυπες μονοκατοικίες αλλά το πρόβλημα της φτώχειας δεν λύθηκε ποτέ. Δυό χρόνια στο Δημοτικό και τρία σε ένα υποβαθμισμένο γυμνάσιο, μα ποτέ δεν έγινε γειτονιά μου. Η ψυχή μου έμεινε στο Ιμαρέτ.
Στη μεγάλη πόλη, τη Θεσσαλονίκη! Την επομένη χρονιά μεταναστεύουμε στην μεγάλη πόλη τη Θεσσαλονίκη. Έφτασα βράδυ αργά με ένα φορτηγό. Ο οδηγός, φίλος του πατέρα μου, με πήγε με ταξί στη νέα μου γειτονιά δίπλα στο Τρίτο Σώμα Στρατού. Ήταν μια παλιά μονοκατοικία με αυλή. Εκεί μέσα θα περάσω τα χρόνια της εφηβείας μου. Το 1972 μετακομίζουμε δυό δρόμους παρακάτω στη Λεωφόρο Στρατού. Αναπολώ τα παιδικά χρόνια στη μικρή πόλη με την αυλή και την απλότητα. Η πολυκατοικία με στενεύει, με καταπλακώνει αλλά οι επιλογές ακόμη πολύ λίγες. Τέσσερα χρόνια αργότερα θα παντρευτώ την εκλεκτή της καρδιάς μου. Θα εγκατασταθώ σε μια πολυκατοικία ένα δρόμο παραπάνω και πάλι στη ίδια γειτονιά. Εδώ πέρασα τρία ανεπανάληπτα χρόνια χάρη στο μαγειριό που ήταν κάτω από το διαμέρισμα που καθόμουν, την Λευκοθέα που καθόταν με την οικογένειά της απέναντι, την Σούλα που την έσερνε ο αέρας σαν ανεμοδούρα και τον έρωτα του ταβερνιάρη με την αδερφή της βαρέων βαρών Ντίνας. Και δεν ήταν μόνο αυτοί. Κάθε μέρα συνέβαινε και κάποιο γεγονός που συντάραζε το στενό της Χαρίση. Μέχρι που ένα βράδυ κοντά στις έντεκα και κάτι ο Εγκέλαδος πήγε να πιεί νερό από τη λίμνη της Βόλβης. Τάραξε το σύμπαν και σηκώθηκε κουρνιαχτός επτά Ρίχτερ. Για πρώτη μου φορά ένιωσα την μπόχα του θεριστή. Κι όταν σταμάτησε κάποτε το τράνταγμα υποσχέθηκα στη γυναίκα μου να μετακομίσουμε λίαν συντόμως σε νέα, την έκτη κατά σειρά, γειτονιά με περισσότερη ασφάλεια σε σεισμούς.
Τα Κωνσταντινουπολίτικα. Νεόδμητος οικισμός με τρεις τέσσερις οικοδομές, μπόλικη λάσπη και ερημιά! Κάπως έτσι και ο προφήτης Ηλίας πήρε το κουπί του και έφτασε στα όρη. Μόνο που εδώ υπήρχε ένα παρεκκλησάκι-εικονοστάσι, η Αγία Γλυκερία.
Πέρασαν τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια από κείνη τη μέρα. Έβγαλα ρίζες και ρίζωσα, έβγαλα κλαδιά και άνθισα και γέμισα παιδιά και εγγόνια. Και αγάπησα τη γειτονιά μου πολύ ώστε η ανάμνηση έστω και παιδική να μη την καλύπτει πια δημιουργώντας νόστο. Από πολλές καρυδιές ο πληθυσμός. Επιφυλακτικός, ευγενικός, ανθρώπινος. Δε βρίσκεις και κάθε μέρα ανθρώπους με σένα στα ίδια μέτρα.
Ίσως ίσως να είναι τόσο απασχολημένοι με την τρεχάλα της δουλειάς και των παιδιών που να μην τους μένει χρόνος για μια καλημέρα. Υπάρχουν πάντα όμως εκείνοι οι νέοι που βαπτίζοντας τον συνοικισμό σε “χωριό μέσα στην πόλη” αποτολμούν να ξυπνήσουν την συμμετοχική κοινωνικότητα σε όλους τους τομείς. Μια σημερινή κοινωνία συμπολιτών με έντονα τα χαρακτηριστικά της παλιάς γειτονιάς. Σαν αυτής, των Αγγέλων, που πρωτογνώρισα.
Μεγάλο Σάββατο σήμερα, η ώρα περίπου επτά το απόγευμα κι εγώ κοιτώ την Μενάνδρου, την Βισβίζης. Παντού ερημιά! Το μόνο που ακούγεται ο χτύπος της καρδιάς μου στα μηνίγγια μου. Άδεια τα σπίτια και ο κόσμος έφυγε για κάτι πιο συναρπαστικό, το χωριό! Εδώ, απλώς δεν του βγαίνει. Κι αν δεν τον αγαπήσεις τον συνοικισμό πώς να τον βάλεις στο ένστικτό σου για να τον περιχαρακώσεις. Παρ’ όλα αυτά και μετά από τόσα πολλά χρόνια αγαπώ τον συνοικισμό μου, την γειτονιά μου, τους γείτονές μου. Κι αν μπορούσα θα τρύπωνα μέσα στην επιφυλακτικότητά τους να τους πω “Ανοίξτε τις καρδιές σας και δεχτείτε το γείτονα. Είναι ο πιο απαραίτητος άνθρωπος στη ζωή σας!”